τεμενικόν

τεμενικόν
τεμενικός
of
masc acc sg
τεμενικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεμενικός — ή, όν, ΜΑ [τέμενος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος* μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόν ονομασία ναού που είχε ιερό άλσος αρχ. 1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων 2. ως κύριο όν. Τεμενικός τίτλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”